Ρομαντική ποίηση: Γουέρντσγουερθ & Λαμαρτίν

Η ρομαντική ποίηση  και το πώς αυτή εκφράζεται μέσα από δυο συγκεκριμένα έργα: το «Πρελούδιο», Βιβλίο VI του Γουέρντσγουερθ και «Φθινόπωρο» του Λαμαρτίν. Η εξελικτική πορεία του ποιητικού λόγου από το 2ο ήμισυ του 18ου αιώνα έως τα μέσα του 19ου αιώνα, η έλευση της ρομαντικής ποίησης, και τα κυριότερά της είδη. Η τη σχέση φύσης και ποιητικού υποκειμένου, και το πως αναδιαμορφώνεται το τελευταίο από τη σχέση αυτή. Η διαλεκτική σχέση ζωής / θανάτου, και η πεσιμιστική ή αισιόδοξη αντίληψη που διαπνέεται, με βάση τα υπό εξέταση ποιήματα.


Ακολουθούν τα ποιητικά κείμενα:
Γουέρντσγουερθ, Πρελούδιο, Βιβλίο VI (απόσπασμα)
Το κείμενο του Γουέρντσγουορθ είναι παρμένο από το Βιβλίο VI του Πρελούδιου, και περιγράφει τις εντυπώσεις του ποιητή καθώς διασχίζει τις Άλπεις, έχοντας συμμετάσχει σε έναν από τους εορτασμούς που σημειώνουν το θρίαμβο της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Γουέρντσγουορθ ξεκινά με μια προσευχή για τη διάσωση του Μοναστηρίου της Γκράντ Σαρτέζ, που απειλούνταν από καταστροφή στα χέρια των εξεγερθέντων: η προσευχή του απευθύνεται πρώτα στο Θεό και έπειτα με ταπεινότερα αιτήματα στη φύση:
Τους άχραντους κατοίκους του γαλάζιου αιθέρα,
Αυτά τα δάση που ο θάνατος δεν μπορεί να πλησιάσει,
Που θα αντέξουν όσο αντέχει ο άνθρωπος
Να σκέφτεται, να ελπίζει, να λατρεύει, και να αισθάνεται,
Να παλεύει, και να χάνεται μέσα στην ίδια του την ύπαρξη.
Αναρριγώντας, από την κενή άβυσσο να κοιτάζει
Με μάτια του κορμιού και να παρηγοριέται.
[…] 

Λίγο πιο κάτω στο ίδιο απόσπασμα, ο Γουέρντσγουορθ περιγράφει το πέρασμα του φαραγγιού του Σίμπλον:

… Το απροσμέτρητο ύψος
Των δέντρων που σαπίζουν, χωρίς ποτέ να σαπίσουν
Οι στάσιμες εκρήξεις των χειμάρρων
Και στην στενή σχισμή, σε κάθε στροφή,
Οι άνεμοι που αντιμάχονται τους ανέμους,
Έρημοι και σαστισμένοι,
Οι καταιγίδες που ξεσπούν από τον καθαρό ανέφελο ουρανό,
Τα βράχια που μουρμουρίζουν κοντά στ' αυτιά μας.
Μαύροι μυτεροί γρανίτες υγραίνοντας το μονοπάτι
Σαν μια φωνή να άκουγαν στα σπλάχνα τους, το αρρωστημένο
θέαμα
Και την ιλιγγιώδη επιθυμία του μαινόμενου ρυακιού,
Τα άπιαστα σύννεφα στα Ουράνια δώματα,
Ταραχή και ειρήνη, σκοτάδι και φως -
Έμοιαζαν όλα πλάσματα του νου, στοιχεία
Του ίδιου προσώπου, μπουμπούκια πάνω στο ίδιο δέντρο;
Χαρακτήρες της μεγάλης Αποκάλυψης
Τα σύμβολα και οι εξισώσεις της Αιωνιότητας
Της πρώτης και της τελικής, και της ενδιάμεσης και στους αιώνας
των αιώνων.
[….]
Φαντασία! - που αναδύεται
Μπροστά στα μάτια και το ξετύλιγμα του τραγουδιού μου
Σαν ανέστιος ατμός…
…Με τέτοια δύναμη
Σφετερισμού, με τέτοιες επισκέψεις
Τρομακτικών υποσχέσεων, όταν το φως της λογικής
Σβήνει με αστραπές που μας αποκαλύπτουν
Τον αόρατο κόσμο, έτσι μας στέλνει τους οιωνούς τους η Απεραντοσύνη,
……………………………………………………………………………………………………
Μαχητικός ο νους κάτω από τέτοια εμβλήματα
Ξεχνά το πλιάτσικο, τα τρόπαια ή τις κτήσεις
Που θα μαρτυρήσουν τη γενναιότητά του με τις ευλογίες σκέψεων
Οι οποίες αποτελούν το ίδιο τους το τέλος και την επιβράβευση -
Δυναμωμένος από την ίδια του την ύπαρξη και από την πρόσβαση
του στην χαρά
Πού τον κρύβει, όπως ο Νείλος όταν ξεχειλίζει. 

(Μτφρ. Μαρία Αθανασοπούλου)
 
Λαμαρτίν, «Το φθινόπωρο»Χαίρετε, ω δάση, με τη λίγη ακόμα χλόη!
Φύλλα ξερά στο έδαφος πεσμένα!
Ύστατες μέρες όμορφες! Όλα είν' αλόη
και πένθος, που ταιριάζουνε σε μένα!

Είμαι δρομάκι έρημο που κανείς αργοπερνά.
Ποθώ να δω τον ήλιο μας για τελευταία φορά,
έτσι χλωμό κι' αδύνατο απ' τα βάθη ως ξεκινά
και των δασών φέρνει ως εμέ την τόση συμφορά.

Ναι, σ' αυτές τις μέρες που η φύση μοιάζει να πεθαίνει,
σ' αυτά τα συννεφιάσματα πιότερη βρίσκω χάρη.
Είναι το αντίο του φίλου μου, το τελευταίο γέλιο,
εκείνου που ο θάνατος σε λίγο θάχει πάρει…

Έτσι, έτοιμοι πια ν' αφήσουμε για πάντα τη ζωή,
κλαίγοντας για τις άγονες μέρες μας που χαθήκαν,
ξαναγυρίζω πάλι εδώ, στου πόθου μου τη γη,
και χαίρομαι όλα τα καλά που τώρα με αφήκαν…

Γη, ήλιε και λειβάδια, κι' εσύ γλυκειά, όμορφη φύση,
στην άκρη εδώ του τάφου μου, ένα δάκρυ σάς χρωστάω!
Ο αγέρας όλο άρωμα! το φως λαμπρό στη δύση!
Ωραίος ήλιος! Μελλοθάνατος εγώ που τον κυττάω!

Θάθελα τώρα να στραγγίξω ως το τέλος
το δισκοπότηρο αυτό από νέκταρ και χολή.
Μπορεί σ' αυτό, που τη ζωή την ίδια θα ρουφούσα,
μια σταγονίτσα μέλι νάμενε θολή!

Μπορεί το μέλλον να φυλάει για με ακόμα
κάποιαν αχτίνα ευτυχίας που δεν έχει χαθεί.
Μπορεί να υπάρχει μέσ' το πλήθος ένα στόμα
ψυχής που μ' ένοιωσε και να μ' αποκριθεί.

Τ' άνθος μαραίνεται σκορπώντας τ' άρωμά του.
Στον ήλιο, στη ζωή, είναι το αντίο τους αυτό.
Κ' εγώ πεθαίνω. Κι' όταν πέσω του θανάτου,
σε σκοπό θλιβερό, μελωδικά, θα εξατμισθώ.

μτφ. Αντιγόνη Γαλανάκη-Βουρλέκη


Η έλευση του Ρομαντισμού

Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα η κυρίαρχη σκέψη του διαφωτισμού εκφράζεται κατά κύριο λόγο μέσα από νέα εκφραστικά σχήματα, με αποτέλεσμα η ποίηση να έχει χάσει στο γόητρο της. Πέρα από κάποιες μεμονωμένες απόπειρες παραμένει εγκλωβισμένη στα κλασικά αισθητικά πρότυπα και σχήματα και της συμβατικές μορφές έκφρασης με αποτέλεσμα να μην συγκινεί ιδιαίτερα.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά η προσπάθεια της νέας ποίησης να  ανανεώσει το τρόπο γραφής και να ελευθερωθεί από τα δεσμά του κλασικισμού μοιάζει να αποδίδει. Διαπιστώνουμε μια στροφή προς το λυρισμό και στην ανάδειξη της φύσης ως προτύπου. Παρατηρείται επίσης μια έντονη νοσταλγία για το παρελθόν, που συνδυάζετε με τη θλίψη που προκαλεί το παρόν. Όλα μαζί συνδυάζονται σε ένα γοητευτικό όσο και τρομακτικό σκηνικό καταχνιάς, καταιγίδων και έντονων συναισθηματικών εξάρσεων.

Η θυελλώδης αντίδραση ενάντια στις κλασικές θεωρίες, κατακτά το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και αλλάζει τον προσανατολισμό στη λογοτεχνία και την τέχνη. Καθοριστικής σημασίας είναι η εμφάνιση στη Γερμανία του κινήματος «θύελλα και ορμή».  Οι νέοι κατά κύριο λόγο λογοτέχνες που συμμετέχουν στο κίνημα αντιτάσσουν στη δύναμη της λογικής τη δύναμη της ιδιοφυΐας,  απορρίπτουν κανόνες, τεχνικές και μεθόδους, αρνούνται την αυθεντία του Αριστοτέλη, και θεοποιούν το Σαίξπηρ. Στόχος της ποίησης δεν είναι πια ο φόβος και η ευσπλαχνία, αλλά ο τρόμος και ο θυμός.

Ο συνδυασμός όλων αυτών  των γεγονότων οδήγησε στην εμφάνιση του ρομαντικού κινήματος και στην επικράτηση της ρομαντικής ποίησης κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, με κύρια χαρακτηριστικά της το συναίσθημα, τη φαντασία, την ονειροπόληση και το μυστήριο.

Τα κυριότερα είδη της ρομαντικής ποίησης είναι τα εξής:
α) ελεγειακή ποίηση.
Ποίηση του θρήνου, της μελαγχολίας και της απογοήτευσης, αφιερωμένο συνήθως στη νοσταλγική αναπόληση μιας χαμένης αγάπης. Παρόλα αυτά ο ποιητής εκθέτει με αυταρέσκεια τα συναισθήματα και την ψυχολογική του διάθεση,  καθώς το «εγώ» και το «είμαι» είναι ιδιαίτερα εμφανή στις ελεγείες.
β) ερωτική ποίηση
Ποίηση που εκφράζει κυρίως την επιθυμία και το πάθος για την ολοκληρωτική κατάκτηση του αγαπημένου προσώπου, και όχι τον αισθησιασμό. Σε πολλές περιπτώσεις (συχνά και με την ίδια αυταρέσκεια) και εδώ ο ποιητής εκφράζει την απελπισία και τον πόνο που προκαλεί το ερωτικό πάθος,.
γ) φιλοσοφική και θρησκευτική
Εδώ η ρομαντική ποίηση αγγίζει το υψηλότερο βαθμό έκφρασης της. Είδος αφηρημένης ποίησης με έντονο συγκινησιακό περιεχόμενο, που τις περισσότερες φορές είναι αφηγηματική ή περιγραφική.
δ) ποίηση της καθημερινότητας
Σκοπός των ρομαντικών ποιητών του είδους (με πρωτεργάτη τον Γουέρντσγουερθ) είναι να αναδείξουν την ποιητική άξια της ταπεινής καθημερινής πραγματικότητας και των καθημερινών ανθρώπων.
ε) επικολυρική ποίηση
Με αρκετά στοιχεία παραδοσιακής επικής ποίησης , αν και με πολύ πιο σύντομες ποιητικές συνθέσεις, οι ρομαντικοί ποιητές απελευθέρωσαν τη φαντασία και το συναίσθημα και οδήγησαν στην αναγέννηση του είδους.


Η σχέση φύσης και ποιητικού υποκειμένου

Κατ αρχήν πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι η οποιαδήποτε απόπειρα ανάλυσης ενός ρομαντικού ποιήματος εγκυμονεί κινδύνους παρερμηνείας και πλάνης, καθώς είναι προφανές ότι η  δομή της γλώσσας γίνεται όλο και πιο μεταφορική. Οι συμβολικές εικόνες έπαιζαν πρωταρχικό και ουσιαστικό ρόλο στη ρομαντική ποίηση, και χρησιμοποιήθηκαν από τους ποιητές για να εξωτερικεύσουν τις εσωτερικές οραματικές τους αντιλήψεις.  Άλλωστε ένα από τα κύρια προβλήματά τους είναι με ποιο τρόπο να μετατρέψουν στα έργα τους το ιδανικό σε πραγματικό, με ποιο τρόπο να εκφράσουν το εσώτερο και το αφηρημένο με το εξωτερικό και το συγκεκριμένο.
Στο πρώτο από υπό εξέταση ποίημα παρουσιάζεται μια φύση ζωντανή, που κατακτά μια προνομιούχα οντολογική υπόσταση. Ο Γουέρντσγουερθ δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο ρεαλιστικό στοιχείο: Οι «άνεμοι που στέκουν σαστισμένοι» , τα «βράχια που μουρμουρίζουν», η «ιλιγγιώδης επιθυμία ρυακιού». Από την άλλη  το ποίημα του Λαμαρτίν είναι ένα έντονα προσωπικό ελεγείο, που πηγάζει αποκλειστικά από τη διάθεσή του και που η φύση μονάχα την αντανακλά: «Ο χλωμός και αδύναμος ήλιος που μεταφέρει συμφορά», η «φύση που μοιάζοντας να πεθαίνει μεταφέρει το τελευταίο γέλιο του φίλου».
 Χαρακτηριστικό και των δυο ποιημάτων είναι οι έντονες  αντιφάσεις, προϊόν τις έντονης συναισθηματικής αστάθειας που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των ρομαντικών ποιητών. Στον Γουέρντσγουερθ μια διαρκής σύγχυση και αταξία ώστε να «αντιστρέφονται οι προσήκουσες θέσεις του ουρανού και της γης» «των δέντρων που σαπίζουν χωρίς ποτέ να σαπίσουν», «οι καταιγίδες που ξεσπούν από τον καθαρό ανέφελο ουρανό», «οι στάσιμες εκρήξεις των χειμάρρων…».  Αλλά και στον Λαμαρτίν στο επίπεδο μιας ιδιόμορφης χαρμολύπης. Ο «ωραίος ήλιος - μελλοθάνατος εγώ που τον κυττάω!», το «δισκοπότηρο από νέκταρ και χολή».
Εμφανής και στα δυο ποιήματα είναι η σύνδεση της αίσθησης  του δέους στις περιγραφικές εικόνες τις φύσης. Το δέος που όπως το επικαλείται η επαναπροσδιορισμένη από μια σειρά φιλοσόφων του 18ου αιώνα (βλ. Emmanuel Kant) αισθητική κατηγορία του «υψηλού»  και ορίζεται σε αντιδιαστολή με το «ωραίο».  Αυτό που εμπεριέχει το στοιχείο της απεραντοσύνης, του μεγαλείου της σφοδρότητας και του τρόμου: «Χαρακτήρες της μεγάλης Αποκάλυψης/ Τα σύμβολα και οι εξισώσεις της Αιωνιότητας/ Της πρώτης και της τελικής, και της ενδιάμεσης και στους αιώνας/ των αιώνων.» (Γουέρντσγουερθ). «Γη, ήλιε και λειβάδια, κι' εσύ γλυκειά, όμορφη φύση,/ στην άκρη εδώ του τάφου μου, ένα δάκρυ σάς χρωστάω!» και παρακάτω, «Τ' άνθος μαραίνεται σκορπώντας τ' άρωμά του./ Στον ήλιο, στη ζωή, είναι το αντίο τους αυτό.» (Λαμαρτίν)
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο εξής: Η φύση υπό την έννοια της νεκρής φύση των φυσικών επιστημών, απλά δεν υπάρχει. Οπότε δεν μπορεί να τεθεί καν ζήτημα μίμησης της. Η φύση για το  ρομαντικό ποιητή εξαϋλώνεται και μεταβάλλεται σε προϊόν πνεύματος. Ο Γουέρντσγουερθ μοιάζει στα αλήθεια να θαυμάσει το «φυσικό κόσμο» όπως αυτός τον αντιλαμβάνεται και να αφομοιώνεται από αυτόν. «Ο ποιητής δεν οικειοποιείται πια τη φύση, αλλά γίνεται αναπόσπαστο μέρος της.» Για τον Λαμαρτίν δεν είναι παρά το μέσω μεταφοράς. Ο καθρέφτης μέσω του οποίου αντανακλάται ο δικός του εσωτερικός κόσμος. Σε ότι αφορά στην αναδιαμόρφωση της σχέσης του ποιητικού υποκειμένου με τη φύση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τελικά ταυτίζεται και την ενσωματώνει στο «εγώ» του (Λαμαρτίν) ή ενσωματώνει το «εγώ» του σε αυτήν (Γουέρντσγουερθ).

Η διαλεκτική σχέση ζωής/ θανάτου


Το θέμα ζωής και θανάτου και η σχέση μεταξύ τους, απασχολούσε συνεχώς τους ρομαντικούς ποιητές, και ήταν ένα από τα ποιο προσφιλή τους θέματα. Αυτό συνέβαινε τις περισσότερες φορές σε απόσταση από τις ισχύουσες θρησκευτικές αντιλήψεις, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι οι ρομαντικοί ποιητές μπορεί να χαρακτηριστούν άθεοι. Άλλωστε ο Γουέρντσγουερθ είχε καταλήξει από νωρίς στη ζωή του σε μια προσωπική εκδοχή Πανθεϊσμού.
Στο πρώτο ποίημα φαίνεται έκδηλα η ανάγκη του ποιητή να «καταργήσει» το θάνατο: «Αυτά τα δάση που ο θάνατος δεν μπορεί να πλησιάσει», «Των δέντρων που σαπίζουν, χωρίς ποτέ να σαπίσουν». Το ανθρώπινο το φυσικό και το πνευματικό ταυτίζονται: «Που θα αντέξουν όσο αντέχει ο άνθρωπος» .Μια διαδικασία της οποίας το τελικό προϊόν είναι μια πλήρως διαμορφωμένη ολότητα: «Έμοιαζαν όλα πλάσματα του νου, στοιχεία/ Του ίδιου προσώπου…». Στο τέλος μέσα από αυτήν την ταύτιση όλα καταλήγουν σε ένα αιώνιο και άπειρο «ΕΙΜΑΙ»: «Τα σύμβολα και οι εξισώσεις της Αιωνιότητας/ Της πρώτης και της τελικής, και της ενδιάμεσης και στους αιώνας/ των αιώνων.»
Αντίθετα στο δεύτερο ποίημα τα πάντα μοιάζον να βρίσκονται εγκλωβισμένα στα περάσματα της γέννησης και του θανάτου: «η φύση μοιάζει να πεθαίνεi», «Μελλοθάνατος εγώ...». Η απώλεια, η παροδικότητα και η αστάθεια είναι διάσπαρτα σε όλο το ποίημα: «το τελευταίο γέλιο,/ εκείνου που ο θάνατος σε λίγο θάχει πάρει», «έτοιμοι πια ν' αφήσουμε για πάντα τη ζωή», «Τ' άνθος μαραίνεται σκορπώντας τ' άρωμά του».

Σε ότι αφορά στην αισιόδοξη ή πεσιμιστική άποψη που διαπνέει τα ποιήματα, με μια πρώτη ματιά θα μπορούσαμε να πούμε  ότι το ποίημα του Γουέρντσγουερθ είναι το αισιόδοξο, και του Λαμαρτίν το απαισιόδοξο. Παρόλα αυτά η προσέγγιση αυτή θα ήταν ιδιαίτερα απλοϊκή. Οι συνεχείς συναισθηματικές αντιφάσεις (ιδιαίτερα στο ποίημα του Λαμαρτίν) κάνουν δύσκολη την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.
 Η αισιοδοξία του Γουέρντσγουερθ συνοδεύεται από αγωνιώδη μάχη για την «ολότητα» και την «αιωνιότητα»: «...θα αντέξουν όσο αντέχει ο άνθρωπος [...] Να παλεύει, και να χάνεται μέσα στην ίδια του την ύπαρξη», «Μαχητικός ο νους κάτω από τέτοια εμβλήματα», αλλά και από ερωτηματικά: «Έμοιαζαν όλα πλάσματα του νου, στοιχεία/ Του ίδιου προσώπου, μπουμπούκια πάνω στο ίδιο δέντρο;».
Από την άλλη ο πεσιμισμός του Λαμαρτίν συνοδεύεται από συνεχής αναφορές χαράς: «Ύστατες μέρες όμορφες!», «σ' αυτά τα συννεφιάσματα πιότερη βρίσκω χάρη», «χαίρομαι όλα τα καλά που τώρα με αφήκαν…» ,»μελωδικά, θα εξατμισθώ» αλλά και υποβόσκουσας αισιοδοξίας: «Μπορεί το μέλλον να φυλάει για με ακόμα/ κάποιαν αχτίνα ευτυχίας που δεν έχει χαθεί./ Μπορεί να υπάρχει μέσ' το πλήθος ένα στόμα/ ψυχής που μ' ένοιωσε και να μ' αποκριθεί.»

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το χώρο των συμπερασμάτων κράτησα για να εκφράσω τις αντιρρήσεις και ενστάσεις μου σχετικά με την ανάλυση της ποίησης, πολύ δε περισσότερο των ρομαντικών ποιημάτων που απορρίπτουν εκ τον προτέρων κανόνες και τεχνικές.
Η ταπεινή μου άποψη (ενδεχομένως λανθασμένη) είναι ότι η ποίηση σε αντίθεση με τα άλλα είδη της λογοτεχνίας, δεν αναλύεται, παρά μόνο ιστοριογραφικά (όπως στο πρώτο ερώτημα). Τα ποιήματα καθαυτά αγγίζουν, προκαλούν, συγκινούν αλλά δεν αναλύονται. Όπως η κάθε κανονιστική ποιητική είναι εμπόδιο για τον ιδιοφυή καλλιτέχνη, έτσι και κάθε προσπάθεια κανονιστικής ανάλυσης αποτελεί τροχοπέδη στην απελευθέρωση των συναισθημάτων που μεταφέρει το ποίημα.  Τι θα πει «σχέση φύσης και ποιητικού υποκειμένου» όταν το μαγικό και το υπερφυσικό, μαστιγώνει το πνεύμα και τις αισθήσεις, και όταν η  φαντασία μπορεί να ξεδιπλωθεί πλήρως μόνον όταν το «φως της λογικής/ Σβήνει»; Και πώς να καταλήξεις σε ασφαλή «πεσιμιστικά ή αισιόδοξα» συμπεράσματα σε δυο ποιήματα που βρίθουν αντιφάσεων ακόμα και μέσα στον ίδιο στοίχο;

Η άποψη μου λοιπόν είναι ότι οι λέξεις είναι απλά πρόφαση ή πρόθεση της συνείδησης. Η ποίηση σου μεταφέρει συναισθήματα, όπως  ένα κύμα σου ακουμπάει τα πόδια, όπως το κλάμα ενός μωρού, ή όπως η κραυγή ενός ζώου - κατά το κίνημα «θύελλα και ορμή» . Αλήθεια πως αναλύεται η κραυγή ενός ζώου;

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βελουδής Γιώργος, Διονύσιος Σολωμός. Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι γερμανικές πηγές, Αθήνα, Γνώση, 1989

Βλαβιανού Αντιγόνη (επιμ.), Ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας από της αρχές του18 ου έως τον 20 ο αιώνα, ΕΑΠ, Πάτρα, 22008

Furst Lilian, Ρομαντισμός, Μετάφραση Ιουλιέττα Ράλλη - Καίτη Χατζηδήμου, Αθήνα, Ερμής, 1974

Paul De Man, "Η ρητορική του ρομαντισμού : η εμπρόθετη δομή της ρομαντικής εικόνας" (μτφ. Μαρία Αθανασοπούλου), Ποίηση 4 (1994)

Travers Martin, Εισαγωγή στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία – από τον ρομαντισμό ώς το μεταμοντέρνο, επ. επιμέλεια Τ. Καγιαλής, μτφρ. Ι. Ναούμ, Μ. Παπαηλιάδη, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005